Ο Φώτης σε μια επιστολή του, περιγράφει τις τρεις περιόδους, που σηματοδότησαν την πορεία του.

Εάν μου έλεγαν να επισημάνω τα γεγονότα  που χαρακτηρίζουν την καλλιτεχνική μου πορεία ,θα αναφερόμουν γενικά σε τρείς περιόδους : την περίοδο της Ελλάδας (1940-1971), την περίοδο του  Βερολίνου (1971-1989) και την περίοδο Θεσσαλονίκης, Βερολίνου, Αθήνας (1989-2020).

Η πρώτη περίοδος των τριάντα δύο χρόνων περίπου, χωρίς να εμφανίζει κάτι σημαντικό αναφορικά με την καλλιτεχνική μου πορεία, αποτελεί  όλο το υπόστρωμα  πάνω στο οποίο θα δομηθεί αργότερα  ένα στέρεο ανθρωποκεντρικό σκεπτικό ελληνικής αντιληπτικότητας ,με όσα αρνητικά και όσα θετικά μπορεί να εμπεριέχει  αυτή η έννοια.

Η δεύτερη αρχίζει με την αυτοεξορία μου από την Αθήνα προς το Βερολίνο. Ο όρκος που θέτω στον εαυτό μου: «Φώτη δεν ξαναγυρίζεις πίσω εάν δεν τα καταφέρεις». Θυμόμουν πάντα αυτό που είπε ο Σπάρτακος, Θρακιώτης και αυτός, στους επαναστάτες τότε μαχητές, προ της μεγάλης και αποφασιστικής μάχης ενάντια στη Ρώμη: «Θα πολεμήσετε γενναία, γιατί δεν έχετε άλλη επιλογή: μπροστά σας έχετε να αντιμετωπίσετε  τα σπαθιά των Ρωμαίων και πίσω σας έχω ορθώσει σταυρούς για όσους θα υποχωρήσουν. Μόνο η νίκη μπροστά σας σώζει». Και με βεβαιότητα μπορώ να ισχυρισθώ  ότι τήρησα αυτόν τον όρκο: από τότε το Βερολίνο έγινε η δεύτερη πατρίδα μου, ένας πνευματικός χώρος που, με όλη την δυναμική, τις αντιπαραθέσεις και τις συγκρίσεις με διαφορετικές αντιλήψεις, πολιτικές και κοινωνικές δομές, θρησκευτικές πεποιθήσεις και σκοπιμότητες, μου δίδαξε την ευρύτητα της πολυφωνίας.

Όποιος μπει σε ένα τέτοιο χωνευτήρι, δεν μπορεί να μείνει πλέον ο ίδιος: ξυπνάει από οποιοδήποτε όνειρο και ψάχνει για ρεαλιστική προσγείωση και για πραγματιστικές αξίες, για αρχέγονα στεγανά στοιχεία που ακόμη ισχύουν, για να μπορέσει να κρατηθεί  στον απόηχο της πολυφωνίας. Τα στεγανά για μένα ήταν η έννοια του κορμού που σοφίστηκα, είτε σαν κορμό δέντρου, κορμό ανθρώπου, ή  σωλήνα, αυτό το σύγχρονο βιομηχανικό προϊόν. Ήταν ο κορμός που δεν είχε άκρα, ρίζες, κλαδιά, χέρια, πόδια, φυλλώματα κι όμως τα εννοούσε  και τα ενείχε όλα με την όλο και αυξανόμενη ένταση της αναζήτησης, ακριβώς επειδή έλειπαν.

Με αυτό το σκεπτικό μπήκα στον ανταγωνιστικό καλλιτεχνικό χώρο του Βερολίνου. Η πρώτη μου έκθεση ήταν στην γκαλερί του Lietzow το 1976, μια από τις καλύτερες τότε στο Βερολίνο. Ο «Πάπας» τότε της κριτικής, Heinz Ohff, που έγραφε στην εφημερίδα DER TAGESSPIEGEL, σε ένα άρθρο του επ’ ευκαιρία της έκθεσης, αντιπαρέθεσε την δουλειά μου με τον ανερχόμενο τότε και ήδη γνωστό όνομα διεθνώς του Nam June Paik, ενός καλλιτέχνη του Video και της ΤV, λέγοντας:

«αυτός ο Έλληνας που μοιάζει να είναι αργοπορημένος, ελισσόμενος και οδεύων προς τα πίσω, προχωρώντας μέσα από στενά μονοπάτια, μήπως με αυτόν τον ελικοειδή τρόπο ανοίγει  καινούργιους δρόμους προς τα εμπρός;»

Ήταν κάτι σαν χρησμός, τα συνήθιζε εκείνος αυτά, όμως εγώ άργησα να καταλάβω την σημασία του.

Θυμάμαι μεταξύ πολλών άλλων εκθέσεων, ατομικών και ομαδικών, μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση στο παλάτι Bellevue της Documenta, Archiv, Kassel  το 1980.

Ο χώρος της έκθεσης,  η αποδοχή και οι κριτικές υπήρξαν άριστες. Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στην εφημερίδα KASSELER FEUILLETON με τον τίτλο «ο κομματιασμένος άνθρωπος», έδειχνε πόσο σοβαρά με αντιμετώπισαν οι κριτικοί  μιας υποψιασμένης πόλης όπως το Kassel. Μια τέτοια αναγνώριση είναι σαν ένα χάδι που απαλύνει και συγχρόνως δυναμώνει το ηθικό για να συνεχίσεις.

Θυμάμαι τον καθηγητή της  Ιστορίας και φιλοσοφίας  στο Mainz Dr.Uhlrich Gertz, τον οποίο γνώρισα στην έκθεσή μου στην Γκαλερί Ηans Barlach στο Αμβούργο. Έγραφε το τρίτο βιβλίο του περί γλυπτικής. Ο Gertz  ήταν από τους πρώτους  στην μεταπολεμική Γερμανία που εξέδωσε το 1953 το πρώτο βιβλίο Γλυπτικής, με καταπληκτικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες με έργα των σπουδαιότερων καλλιτεχνών της σύγχρονης τότε εποχής. Στον πρώτο και δεύτερο τόμο, που εξέδωσε το 1965, συμπεριλαμβάνονται όλα τα ιερά τέρατα της Γλυπτικής που είχε γνωρίσει αυτοπροσώπως στα εργαστήριά τους. Στο τρίτο του βιβλίο,  που δημοσιεύτηκε  μετά τον θάνατό του ,το 1993και φέρει τον τίτλο «Από τον Archipenko προς τον Zadkine», αναφέρεται σε νεότερους καλλιτέχνες που δεν συμπεριλήφθηκαν στους προηγούμενους τόμους, αλλά υπόσχονται πολλά για το μέλλον. Τον ευχαριστώ που με τίμησε στο βιβλίο του αυτό με ένα σοβαρό κείμενο.

Το 1988 αρχίζει η σχέση μου με το Hakone -Open -Air-Museum. Λαμβάνω μέρος στον διαγωνισμό του μουσείου με διεθνείς συμμετοχές  πάνω από είκοσι κρατών (Αμερική, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Μεξικό, Ιαπωνία κ.α.) με 300 γλύπτες. Η μακέτα μου  «Γυναικείος κορμός»  περί τα 30εκ. προκρίνεται μέσα στις 20 καλύτερες μακέτες και έπρεπε σε ένα χρόνο να σταλεί  στο Μουσείο,  χυτευμένη σε χαλκό περί τα 2,50 μέτρα. Όταν οι κριτές ήρθαν αντιμέτωποι με τα έργα, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση να αποφασίσουν για το πρώτο βραβείο,  καθότι υπήρχε ο αντίχειρας του Cesare σε μάρμαρο 3.οο μέτρα.

Στον  επόμενο διαγωνισμό,  το 1990,  πήρα το πρώτο βραβείο με τον «Ερμαφρόδιτο» περί τα 3,20 μέτρα ύψος. Το 1991 διοργανώθηκε μια ατομική έκθεση όλων των έργων μου και μεταφέρθηκαν τα γλυπτά και τα σχέδια από το Βερολίνο στο Τόκυο. Κατάλογος, αφίσα και τηλεοπτικές καλύψεις καθώς  και αγορά οκτώ  έργων μου είναι τα οικονομικά οφέλη. Όμως το σπουδαιότερο για μένα  ήταν η Αγάπη, η Αναγνώριση, ο Σεβασμός που έδειξαν αυτοί οι άνθρωποι απέναντί μου.

Η τρίτη περίοδος ξεκινάει με την επιστροφή μου πάλι πίσω στον Ήλιο το 1989, από το Βερολίνο στη Θεσσαλονίκη, επ’ ευκαιρία της θέσης καθηγητού που πήρα στην Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Αυτή η περίοδος  διαφέρει από τις δύο προηγούμενες κατά τούτο:

Δεν είμαι πλέον ο ελεύθερος μοναχικός κυνηγός που κυνηγάει θηράματα και επιτυχίες στη Ζούγκλα του καλλιτεχνικού στερεώματος. Βρίσκομαι σε ένα νέο περιβάλλον με νέους ανθρώπους, τους  οποίους πρέπει να  διδάξω και να  καθοδηγήσω υπεύθυνα. Αντιπαρατίθεμαι με κανονισμούς και νομοθεσίες, με κοινωνικούς συμβιβασμούς που μου ήταν άγνωστοι και όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι  ανασταλτικοί παράγοντες για την περαιτέρω πορεία της γλυπτικής μου.

Μια διέξοδος αυτήν την φορά, που έχω και ευθύνες για τα λεγόμενά μου στους νέους εκκολαπτόμενους  γλύπτες, ήρθε από την πλευρά του θεωρητικού χώρου. Μέσα σε αυτό το χάος  από προσφορές και θεωρίες, αισθάνθηκα την ανάγκη να ψάξω, ιδίως από φιλοσοφικά κείμενα και αναλύσεις Γερμανών σύγχρονων φιλοσόφων/ συγγραφέων, από πού προέρχεται αυτή η αποσύνθεση της Λογικής, η αποδυνάμωση της οπτικής σοβαρά δομημένης εικόνας, και η προώθηση μιας νέας αντιληπτικότητας, που πιο πολύ σχετίζεται με έννοιες.

Όλη αυτή η αμηχανία και ο προβληματισμός των καλλιτεχνών μπορεί ενδεχομένως να ερευνηθεί κατά βάθος, από επισταμένη μελέτη της φιλοσοφίας της αισθητικής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έτσι θα διαφωτισθεί το σωστό από το λανθασμένο. Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν πολλές αλήθειες, είναι η μοίρα της ύπαρξής μας. Το θέμα είναι η ΕΠΙΛΟΓΗ αυτής ή της άλλης. Την εσωτερική πνευματική ή την επιφανειακή του κέρδους….Όπως και να έχει το θέμα, μέσω της γνώσης κανείς αναλαμβάνει συνειδητά τις ευθύνες του.

Φώτης